Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σύμφυρτος — η, ο / σύμφυρτος, ον, ΝΜΑ, και συμφυρτός, ή, ό, Ν [συμφύρω] αυτός που προέρχεται από σύμφυρση, ανακατεμένος, ανάκατος … Dictionary of Greek
σύμφυρτα — σύμφυρτος commingled neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)