σύμφυρτος

σύμφυρτος
ος , ον , σύμφυρτός, ή , όν см. συμμιγής

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "σύμφυρτος" в других словарях:

  • σύμφυρτος — η, ο / σύμφυρτος, ον, ΝΜΑ, και συμφυρτός, ή, ό, Ν [συμφύρω] αυτός που προέρχεται από σύμφυρση, ανακατεμένος, ανάκατος …   Dictionary of Greek

  • σύμφυρτα — σύμφυρτος commingled neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»